- κατοικίαι
- κατοικίαhabitationfem nom/voc plκατοικίᾱͅ , κατοικίαhabitationfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατοικίᾳ — κατοικίαι , κατοικία habitation fem nom/voc pl κατοικίᾱͅ , κατοικία habitation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται κοντά ή γύρω από πόλη («αἱ δ ἄλλαι κατοικίαι περιπόλιοι τῆς Νικοπόλεώς εἰσιν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πόλις + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek